- καταβραβευέτω
- пусть распоряжается против
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καταβραβευέτω — καταβραβεύω give judgement against pres imperat act 3rd sg καταβραβεύω give judgement against pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβραβεύω — (AM) στερώ από κάποιον το βραβείο, αδικώ («μηδεὶς ὑμὰς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνη καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων», ΚΔ) αρχ. 1. άρχω, δεσπόζω 2. παθ. καταβραβεύομαι καταδικάζομαι άδικα … Dictionary of Greek